διοικισμός

διοικισμός
διοικισμός, ο (Α) [διοικίζω]
ο 1. μετοικισμός
2. ο μετοικισμός τών κατοίκων μιας πόλης ή συνοικίας για να αραιώσουν ή να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διοικισμός — living apart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικισμοῦ — διοικισμός living apart masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικισμόν — διοικισμός living apart masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Греция — I 1) География (см.); 2) Метрология (см.); 3) Древняя история (см.); 4) Новая история (см.); 5) Современное государственное устройство и финансы (см.). О греческой литературе, языке, философии, музыке, искусстве см. отдельные статьи. Г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • Μαντίνεια — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Τα ίχνη της βρίσκονται σε απόσταση 13 χλμ. Β της Τρίπολης. Αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες και σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας και, σε αντιστοιχία με την Τεγέα, έπαιξε σπουδαίο και αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”